- ὑαλοειδοῦς
- ὑαλοειδήςlike glassmasc/fem/neut gen sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τυμπανοσκλήρωση — η, Ν ιατρ. επιπλοκή τής χρόνιας ωτίτιδας, που εκδηλώνεται με τον σχηματισμό υαλοειδούς, ασβεστοποιητικού ιστού, ο οποίος διηθεί το τύμπανο και τα ακουστικά οστάρια, προκαλώντας βαρηκοΐα τύπου αγωγής, αλλ. τυμπανοσκλήρυνση. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ … Dictionary of Greek
υάλωμα — το / ὑάλωμα, ώματος, ΝΜ οφθαλμική πάθηση τών αλόγων παρόμοια με το γλαύκωμα νεοελλ. 1. υάλωση 2. το σύνολο τών γυάλινων τμημάτων ενός οικοδομήματος, τα τζαμικά 3. το υαλογράφημα 4. το εφυάλωμα, το σμάλτο 5. ιατρ. σπάνια δερματοπάθεια… … Dictionary of Greek
υαλοειδίτιδα — η, Ν ιατρ. βαριά φλεγμονή τού υαλοειδούς σώματος τού οφθαλμού. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hyaloiditis < hyaloid (< ὑαλοειδής) + κατάλ. itis (< ῖτις/ ίτιδα*)] … Dictionary of Greek
υαλοειδεκτομή — η, Ν ιατρ. εγχειρητική μερική αφαίρεση τού υαλοειδούς σώματος τού οφθαλμού με ειδικό εργαλείο, που εκτελεί συγχρόνως αναρρόφηση και τομή. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. vitrectomy < vitr (< λατ. vitrum «ύαλος, γυαλί») + ectomy… … Dictionary of Greek
οστεοαρθρικό σύστημα — Σύστημα που σχηματίζεται από δύο ή περισσότερα οστά και από συζευκτικά μέσα, τα οποία επιτρέπουν διάφορου βαθμού κινητικότητα στα οστά τα οποία συνδέουν. Οι αρθρώσεις διακρίνονται, με ανατομικά και λειτουργικά κριτήρια, σε δύο μεγάλες ομάδες: την … Dictionary of Greek
αμφιβληστροειδής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή 1. αυτός που μοιάζει με αμφίβληστρο (δίχτυ). 2. «αμφιβληστροειδής χιτώνας», εσωτερικός χιτώνας του ματιού μεταξύ του χοριοειδούς και του υαλοειδούς σώματος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)